βινιέτα

βινιέτα
Τυπογραφικό ή χαρακτικό κόσμημα στην αρχή ή στο τέλος κεφαλαίου. Βλ. λ. εικονογράφηση.
* * *
η
διακοσμητικό σχεδίασμα στην αρχή ή στο τέλος των κεφαλαίων ενός βιβλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. vignette (< vigne «κλήμα») «διακοσμητικό σχεδίασμα που παριστάνει κλαδιά ή φύλλα κλήματος» και που χρησιμοποιήθηκε μετά τον 16ο αιώνα στην αρχή των κεφαλαίων ενός βιβλίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βινιέτα — η (λ. γαλλ.), διακοσμητικό σχέδιο που κοσμεί την αρχή ή το τέλος κεφαλαίου βιβλίου, καθώς και το πλαίσιο σελίδας σε έντυπα: Τα παιδικά βιβλία, συνήθως, κοσμούνται από υπέροχες βινιέτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εικονογράφηση — Το σύνολο των διακοσμητικών στοιχείων και εικόνων που συνοδεύουν ένα κείμενο προκειμένου να το κάνουν ελκυστικότερο ή να τεκμηριώσουν το περιεχόμενό του. Γνωστή ήδη στην αιγυπτιακή και στην ελληνορωμαϊκή εποχή, η ε. γνώρισε μεγάλη ακμή στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”